Smakować στα ελληνικά
Μετάφραση: smakować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαμβάνω, καρπαζιά, γούστο, γεύομαι, γεύση, χαστούκι, χαστουκίζω, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alpinista στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
- deltoid στα ελληνικά - δελτοειδής, δελτοειδή, δελτοειδούς, δελτοειδούς μυός, δελτοειδή μυ
- docieranie στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- gałganiarz στα ελληνικά - ρακοσυλλέκτης
Τυχαίες λέξεις
Smakować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαμβάνω, καρπαζιά, γούστο, γεύομαι, γεύση, χαστούκι, χαστουκίζω, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Μεταφράσεις: απολαμβάνω, καρπαζιά, γούστο, γεύομαι, γεύση, χαστούκι, χαστουκίζω, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση