Λέξη: σκίτσο

Σχετικές λέξεις: σκίτσο

σκίτσο καλλιθέα, σκίτσο χαντζόπουλου, σκίτσο χατζόπουλου, σκίτσο θεσσαλονίκη, σκίτσο του σάκη μπουλά, σκίτσο ανδρέας πετρουλάκης, σκίτσο σάκη μπουλά, σκίτσο του δημήτρη χαντζόπουλου στα «νέα», σκίτσο του χαντζόπουλου, σκίτσο φωτιστικά

Συνώνυμα: σκίτσο

σχεδίασμα, σχεδιάγραμμα, σκιαγραφία, δραμάτιο, γελοιογραφία, κινούμενα σχέδια

Μεταφράσεις: σκίτσο

σκίτσο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sketch, cartoon

σκίτσο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boceto, croquis, esquema, bosquejar, apunte, bosquejo, sketch, dibujo

σκίτσο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sketch, skizze, Skizze, Skizzen, skizzieren

σκίτσο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tracer, crayon, charpenter, canevas, ébaucher, esquisser, pochade, squelette, schéma, crayonner, trait, aperçu, croquis, dessin, brouillon, dessiner, esquisse, sketch

σκίτσο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schizzo, abbozzo, abbozzare, bozzetto, sketch, disegno

σκίτσο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esqueleto, esboçar, esboço, desenho, rascunho, de esboço

σκίτσο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanleg, ontwerpen, schetsen, krabbel, uitstippelen, schets, sketch, schets van, tekening

σκίτσο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сценка, эскиз, зарисовать, начертить, чертеж, зарисовка, очерчивать, зарисовывать, кроки, чертёж, схема, набросок, отрывок, канва, набрасывать, очерк, очерке, эскиза

σκίτσο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skisse, skissen, sketch

σκίτσο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teckning, skiss, skissa, skissar, skissen, sketch

σκίτσο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoitelma, hahmottaa, kaavailu, karikatyyri, pilapiirros, luonnos, piirros, sketch, luonnoksen, piirroksen

σκίτσο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skitse, udkast, planlægge, tegning, skitsen, sketch

σκίτσο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
črta, nakreslit, náčrt, nákres, nastínit, výkres, skica, náčrtek, načrtnout, naskicovat, skicovat, kostra, narýsovat, osnova, nástin, náčrtu

σκίτσο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kreślić, rysunek, szkicować, skecz, skreślać, skreślić, zarys, szkicowanie, szkic, naszkicować, sketch, szkicu

σκίτσο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vázlat, vázlatot, rajzot, vázlata, skicc

σκίτσο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taslak, kroki, eskiz, sketch, çizim

σκίτσο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ескіз, накреслити, накреслювати

σκίτσο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skicë, skemë, sketch, skica, skice

σκίτσο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скица, скеч, скицата, чертеж

σκίτσο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эскіз

σκίτσο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
visand, skits, eskiis, skeem, visandi, visandit

σκίτσο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crtica, skica, skicirati, studija, crtež, skicu, nacrt, skeč

σκίτσο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skissa, skissu, teikning, yfirlitsteikning, rissa

σκίτσο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
škicas, eskizas, brėžinys, schema

σκίτσο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzmetums, skice, skiču, skici, skices

σκίτσο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скица, скицата, скеч, скица на, цртеж

σκίτσο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crochiu, schiță, schita, schița, schemă, desen

σκίτσο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skica, sketch, skico, skeč, skice

σκίτσο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skeč, skica, škica, náčrt, skice

Στατιστικά δημοτικότητας: σκίτσο

Τυχαίες λέξεις