Solennie στα ελληνικά
Μετάφραση: solennie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοβαρά, ειλικρινά, πανηγυρικά, επισήμως, επίσημα, υπεύθυνα, πανηγυρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bonifikata στα ελληνικά - σκόντο, έκπτωση, επιχορήγηση, μείωση, αναγωγή, επίδομα, περιστολή, ...
- chrzcić στα ελληνικά - βαφτίζω, βαπτίζω, βαφτίσει, βαπτίσει, βαφτίζουν, βαπτίζουν
- chrzest στα ελληνικά - βάπτισμα, βάφτιση, βαπτίσματος, το βάπτισμα, βάφτισμα
- ekonomista στα ελληνικά - οικονομολόγος, οικονομολόγο, οικονομολόγου, οικονομολόγος της, ο οικονομολόγος
Τυχαίες λέξεις
Solennie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοβαρά, ειλικρινά, πανηγυρικά, επισήμως, επίσημα, υπεύθυνα, πανηγυρική
Μεταφράσεις: σοβαρά, ειλικρινά, πανηγυρικά, επισήμως, επίσημα, υπεύθυνα, πανηγυρική