Sondować στα ελληνικά

Μετάφραση: sondować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθετήρας, εξετάζω, οργιά, εξερευνώ, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη
Sondować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkalizować στα ελληνικά - αλκαλοποιώ, alkalize, αλκαλικό, αλκαλοποιώ το, κάνει αλκαλικό
  • dziewiarstwo στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
  • ewaluacja στα ελληνικά - αξιολόγηση, εκτίμηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Sondować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθετήρας, εξετάζω, οργιά, εξερευνώ, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη