Spęcznienie στα ελληνικά

Μετάφραση: spęcznienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, πρήξιμο, προεξοχή, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
Spęcznienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • albowiem στα ελληνικά - γιατί, διότι, επειδή, λόγω
  • chrapliwość στα ελληνικά - δριμύτητα, οξύτητα, τραχύτητα, βιαιότητα, των ανωμαλιών, τραχύτητος
  • immatrykulować στα ελληνικά - εγγράφω, matriculate, εγγράφομαι
  • izolacja στα ελληνικά - καθυστέρηση, αποκόλληση, απομόνωση, σηκός, μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Spęcznienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, πρήξιμο, προεξοχή, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης