Λέξη: μενεξές

Σχετικές λέξεις: μενεξές

μενεξές γεώργιος απθ, μενεξές ξάνθη, μενεξές φυτό, μενεξές τραγούδι, μενεξές στίχοι, ο μενεξές, θωμάς μενεξές, κύριος μενεξές

Συνώνυμα: μενεξές

βιολέτα, ίο, ιόχρους, ιόχρους ακτίς, ιώδης ακτίς

Μεταφράσεις: μενεξές

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
violet, menexes
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
morado, cárdeno, violeta, violeta de, violetas, violet, la violeta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
violett, veilchen, lila, Veilchen, violetten, violette, violet
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
violette, violet, le violet, violets, violettes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
violetto, viola, violetta, violet, violaceo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
violeta, violentamente, violet, violetas, violeta de, roxo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, paarse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лиловый, фиолетовый, темно-лиловый, фиалка, сиреневый, фиолетовые, фиолетового, фиолетово
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiolett, fiol, violet, fiolette, lilla
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
violett, viol, lila, violetta, violet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orvokki, violetti, violet, violetin, violettia, violetteja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
violet, violette, lilla, viol
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fialka, fialový, fialová, fialové, violka, violet
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fioletowy, fiolet, fiołkowy, fiołek, fioletowe, violet
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ibolya, lila, ibolyaszínû, ibolyaszínű, ibolyakék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
menekşe, mor, violet, viyole, viole
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несамовито, сильно, жорстоко, дуже-дуже, люто, фіолетовий, Пурпурний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjollcë, manushaqe, violet, vjollce, ngjyrë vjollce
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
виолетов, виолетово, виолетови, виолетова, лилав
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіялетавы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
violetne, võõrasema, kannike, võsakannike, lilla, violetset, violet, kannikese
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubičica, ljubičast, ljubičasta, Violet, ljubičaste, ljubičasti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjólublá, Violet, fjólublátt, fjólublár, fjólublái
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
viola
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
violetinis, violetinė, violetinės, violetine, violetiniai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vijolīte, violets, violeta, violeti, violetā, violet
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
виолетова, виолетово, виолетови, виолетов, лилава
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
violetă, violet, violete, violeta, violet de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vijoličast, vijolična, violet, vijolica, vijoličasta, vijolično
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fialka, fialový, fialová, fialové, purple, čierny
Τυχαίες λέξεις