Spenetrować στα ελληνικά

Μετάφραση: spenetrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Spenetrować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambona στα ελληνικά - σκοπιά, προοπτική, τσιλιαδόρος, αμβώνας, άμβωνα, άμβωνας, pulpit, ...
  • donikąd στα ελληνικά - πουθενά, το πουθενά, πουθενά δεν, πουθενά για, πού
  • dostojność στα ελληνικά - αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
  • fermentacja στα ελληνικά - χώνεψη, πέψη, ζύμωση, ζύμωσης, ζυμώσεως, της ζύμωσης, τη ζύμωση
Τυχαίες λέξεις
Spenetrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν