Spierać στα ελληνικά
Μετάφραση: spierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκδικώ, αντιπαράθεση, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαφωνία, διένεξη, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alergen στα ελληνικά - αλλεργιογόνο, αλλεργιογόνου, αλλεργιογόνα, αλλεργιογόνων, το αλλεργιογόνο
- botanicznie στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικά, βοτανικής, από βοτανικής, βοτανολογικά
- fiakier στα ελληνικά - ταξί, ταξιτζής, αμαξάς, cabby, ταξιτζή, σωφέρ
- gorzała στα ελληνικά - μεθυστικά ποτά, Χουτς
Τυχαίες λέξεις
Spierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκδικώ, αντιπαράθεση, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαφωνία, διένεξη, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν
Μεταφράσεις: διεκδικώ, αντιπαράθεση, διαφωνώ, επιχειρηματολογώ, διαφωνία, διένεξη, διαπληκτίζομαι, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, υποστηρίξουν