Spoglądać στα ελληνικά
Μετάφραση: spoglądać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, εμφάνιση, φαίνομαι, κοιτάξτε, εξετάσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barwić στα ελληνικά - βάφω, χρώμα, κηλίδα, λεκιάζω, έγχρωμος, χρώματος, το χρώμα, ...
- bezbożny στα ελληνικά - κακός, σατανικός, άθεος, άθεοι, άθεη, άθεο, άθεου
- fotel στα ελληνικά - καρέκλα, έδρα, πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, πολυθρόνες
- jadalność στα ελληνικά - εδωδιμότητα, εδωδιμότης, βρωσιμότητα, εδωδιμότητά, εδωδιμότητά τους
Τυχαίες λέξεις
Spoglądać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, εμφάνιση, φαίνομαι, κοιτάξτε, εξετάσουμε
Μεταφράσεις: ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, εμφάνιση, φαίνομαι, κοιτάξτε, εξετάσουμε