Λέξη: πύελος
Σχετικές λέξεις: πύελος
ελάσσων πύελος, ελάσσον πύελος, μικρή πύελος, ελάσσονα πύελος, πύελος νεφρού, πύελος βικιπαίδεια, πόνος πύελος, πύελος ανατομία, πύελος ορισμός, πύελος εγκυμοσύνη
Μεταφράσεις: πύελος
πύελος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pelvis, pyelum, pelvis is, pelvis of, inducing pelvis
πύελος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pelvis, la pelvis, de la pelvis
πύελος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
becken, Becken, Beckens, des Beckens
πύελος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bassin, bassine, bol, pelvis, cuvette, du bassin, le bassin, bassinet
πύελος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pelvi, bacino, del bacino, il bacino, pelvica
πύελος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequim, bacia, pélvis, pelve, pelvis, da pelve
πύελος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vont, bekken, kom, het bekken, pelvis
πύελος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таз, таза, лоханки, тазу, малого таза
πύελος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekken, bekkenet, pelvis
πύελος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bäckenet, bäcken, pelvis
πύελος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lantio, lantion, lantiota, lantioon, pelvis
πύελος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kumme, bækken, bækkenet, pelvis, hoften, bækkenets
πύελος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pánev, pánve, pánevní, pánvičky, pelvis
πύελος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miednica, miednicy, miednicę, miednicowy, miedniczki
πύελος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kismedence, medence, medencét, kismedencei, medencei
πύελος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pelvis, leğen kemiği, pelvisin, kalça, pelvisi
πύελος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таз, миску
πύελος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
legeni, legen, legenit, komblik
πύελος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
таз, таза, легенче, на таза, тазът
πύελος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таз, тазік
πύελος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaagen, vaagnaluu, vaagna, vaagnapiirkonna, pelvis, vaagnale
πύελος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karlica, zdjelice, zdjelica, krstionica, zdjelicu
πύελος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mjaðmagrind, grindarhols, mjöðm, mjaðmagrindin, þvagleiðurum
πύελος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dubuo, dubens, geldelių, geldelių ir, dubenį
πύελος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iegurnis, iegurņa, bļodiņas, iegurni, pelvis
πύελος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карлицата, карлица, на карлицата, бедрата
πύελος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bazin, pelvis, pelvisului, pelvisul, bazinului
πύελος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
medenica, pelvis, medenice, medenico, pelvisa
πύελος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panvica, panvicu, panva, panvu, pánev
Τυχαίες λέξεις