Spowodować στα ελληνικά

Μετάφραση: spowodować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκβαση, αποτέλεσμα, συνεπάγομαι, επίπτωση, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Spowodować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akces στα ελληνικά - προσπέλαση, προσχώρηση, ένταξη, άνοδος, απόκτημα, πρόσβαση, προσχώρησης, ...
  • cyklotron στα ελληνικά - κύκλοτρο, κυκλοτρονίου, κυκλοτρόνιο, κύκλοτρου, κύκλοτρον
  • druciany στα ελληνικά - σπαθάτος, σύρμα, σύρματος, καλώδιο, καλωδίων, καλωδίου
  • fachowiec στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, επαγγελματικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, ...
Τυχαίες λέξεις
Spowodować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκβαση, αποτέλεσμα, συνεπάγομαι, επίπτωση, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος