Λέξη: περιουσία
Σχετικές λέξεις: περιουσία
περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία βαρδινογιάννη, περιουσία του χριστόδουλου, περιουσία βουλευτών, περιουσία χριστοδουλου
Συνώνυμα: περιουσία
κτήμα, κληρονομούμενη περιουσία, τσιφλίκι, υπόσταση, κοινωνική θέση, πλούτος, πλούτη, τύχη, μοίρα, καλή τύχη, καλοτυχία, κράτημα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιότης, κυριότης, κυριότητα, ουσία, πραγματικότητα, πραγματικότης, περιεχόμενο, υπάρχοντα, βίος
Μεταφράσεις: περιουσία
περιουσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
possessions, estate, property, fortune, wealth, assets
περιουσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atributo, finca, propiedad, pertenencia, haber, heredad, bienes, la propiedad, inmuebles, inmueble
περιουσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
domäne, attribut, gutshof, eigentum, herrschaft, grundbesitz, besitz, besitztum, eigenschaft, anwesen, grundstück, Immobilien, Eigenschaft, Eigentum, Haus, Objekt
περιουσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attribut, possession, héritage, fortune, succession, situation, avoir, biens, domaine, qualité, accessoire, cité, état, richement, condition, bien, propriété, établissement, la propriété, des biens
περιουσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fattoria, fondo, podere, proprietà, bene, caratteristica, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
περιουσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predicado, propriedade, roça, estabelecimento, possessão, granja, atributos, domínio, fazenda, terras, possessões, qualidade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
περιουσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
allooi, landgoed, eigenschap, boeltje, kwaliteit, attribuut, boerderij, bezittingen, bezitting, goed, eigendom, vermogen, bezit, eigendomsrecht
περιουσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
землевладение, богач, наследство, качество, поместье, имущество, атрибут, хозяйство, обладание, признак, свойство, имение, манатки, достояние, пресса, владение, недвижимость, недвижимости, собственность, собственности
περιουσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvalitet, egenskap, eiendom, attributt, eiendommen, hotellet, egenskapen
περιουσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egendom, gods, egenskap, egenskapen, fastighet, fastigheten
περιουσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perintö, tilat, ominaisuus, kuolinpesä, sääty, maatila, lavaste, tuntomerkki, ikä, maa, maat, omaisuus, laatu, kiinteistö, omaisuuden, omaisuutta, hotellissa
περιουσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bondegård, gods, egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
περιουσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
statek, stav, sídliště, jmění, vlastnictví, poměry, postavení, usedlost, pozůstalost, vlastnost, majetek, nemovitost, hotelu ve
περιουσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stan, majątek, odpowiedniość, dorobek, mienie, nieruchomość, dzielnica, chudoba, kombi, posiadłość, przyzwoitość, własność, dobytek, osiedle, spadek, posesja, właściwość
περιουσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rang, gyarmatok, ingatlan, tulajdon, tulajdonság, tulajdonjogok, ingatlanok
περιουσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nitelik, mal, özellik, mülk, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
περιουσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стан, манатки, маєток, майно, пожиток, якості, володіння, преса, опанувати, оволодіти, властивість, якість
περιουσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronë, pronës, prona, të pronës, e pronës
περιουσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
собственост, имущество, съсловие, качество, свойство, имот, на имота, имота
περιουσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, ўласцівасць, уласцівасць
περιουσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maavaldus, vara, mõis, kinnisvara, omand, omandi, pakkumisega, majutuskoht
περιουσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posjeda, stalež, posjedom, vlasništvo, imovina, posjede, imanje, posjed, svojstvo, Objekt, nekretnina
περιουσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, fasteign, fé, bú, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
περιουσία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fundus, qualitas, villa, possessio
περιουσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
požymis, dvaras, nuosavybė, savybė, turtas, objekto, turto, nuosavybės
περιουσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašība, īpašums, īpašuma, iestādē, īpašumu, nekustamā īpašuma
περιουσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопственост, имот, имотот, на имот, на имотот
περιουσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proprietate, avere, atribut, proprietatea, proprietății, de proprietate, hotel
περιουσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepremičnine, nepremičnina, lastnina, lastnost, premoženje
περιουσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
majetky, nehnuteľnosť, nehnuteľnosti
Στατιστικά δημοτικότητας: περιουσία
Τυχαίες λέξεις