Sprawić στα ελληνικά
Μετάφραση: sprawić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθιστώ, αιτία, κάνω, προκαλώ, προσφέρω, σκοπός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προξενώ, φτιάχνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administracyjny στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
- deszyfrator στα ελληνικά - αποπεριπλέκτη, αποδιαταράξεως, αποπαραμορφωτής, αποκρυπτογράφο, αποκρυπτογράφου
- drób στα ελληνικά - θρυμματίζω, πτηνό, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, πουλερικών που
- homolog στα ελληνικά - ομόλογο, ομολόγου, ομόλογη, ομόλογό, ομόλογου
Τυχαίες λέξεις
Sprawić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθιστώ, αιτία, κάνω, προκαλώ, προσφέρω, σκοπός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προξενώ, φτιάχνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις: καθιστώ, αιτία, κάνω, προκαλώ, προσφέρω, σκοπός, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, προξενώ, φτιάχνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε