Stępiać στα ελληνικά

Μετάφραση: stępiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοκόμματος, μουντός, κοπάζω, βαρετός, πληκτικός, απότομος, μειώνω, αμβλύς, μουχρός, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Stępiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asonansowy στα ελληνικά - ομοιοφώνος
  • dostroić στα ελληνικά - συντονίζω, μελωδία, κουρδίζω, συντονιστείτε μέχρι, τόνο επάνω, συντονιστείτε επάνω, μελωδία μέχρι, ...
  • iluzja στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, αυταπάτη, ψευδαίσθησης, πλάνη
  • inteligencki στα ελληνικά - πνευματικός, διανοούμενος, διανοητικός, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής
Τυχαίες λέξεις
Stępiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοκόμματος, μουντός, κοπάζω, βαρετός, πληκτικός, απότομος, μειώνω, αμβλύς, μουχρός, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα