Stłumić στα ελληνικά
Μετάφραση: stłumić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νωπός, αποκρύπτω, πατικώνω, κολοκύθι, καταστέλλω, σβήνω, ζουλώ, υγρός, καταπνίγω, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gnojowisko στα ελληνικά - σωρός κοπριάς
- głodomór στα ελληνικά - λιμασμένος, πειναλέος
- imiesłowowy στα ελληνικά - μετοχικός, μετοχικού, μετοχικό, μετοχική, συμμετοχικής
- inny στα ελληνικά - άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Stłumić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νωπός, αποκρύπτω, πατικώνω, κολοκύθι, καταστέλλω, σβήνω, ζουλώ, υγρός, καταπνίγω, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει
Μεταφράσεις: νωπός, αποκρύπτω, πατικώνω, κολοκύθι, καταστέλλω, σβήνω, ζουλώ, υγρός, καταπνίγω, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει