Λέξη: λουστράρισμα

Σχετικές λέξεις: λουστράρισμα

λουστράρισμα πέτρας, λουστράρισμα παλαιών επίπλων, λουστράρισμα ξύλου, λουστράρισμα επίπλων τιμές, λουστράρισμα επίπλων, λουστράρισμα πατώματος, λουστράρισμα παρκέ

Μεταφράσεις: λουστράρισμα

λουστράρισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
paintwork, polishing, varnishing, lacquering, lacquered

λουστράρισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulido, de pulido, pulir, el pulido, pulido de

λουστράρισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lackierung, Polieren, Politur, Polier, Polierens

λουστράρισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peinture, enduit, peintures, polissage, le polissage, polir, de polissage, un polissage

λουστράρισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lucidatura, di lucidatura, la lucidatura, lucidare, levigatura

λουστράρισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
de polir, polimento, de polimento, polir, lustro

λουστράρισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
polijsten, oppoetsen, polishing, het polijsten, polijst

λουστράρισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окраска, полирование, полировка, полировки, шлифовка, полирования

λουστράρισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
polering, polerings, poler, Polishing, pussing

λουστράρισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
polering, poler, polerings, poleringen

λουστράρισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiillotus, kiillotus-, kiillotukseen, kiillottamiseen, kiillotuksessa

λουστράρισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
polering, polering af, poleringen, slibning

λουστράρισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
malba, leštění, leštící, lešticí, leštěním, lešticí nástroj

λουστράρισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
farba, polerowanie, polerowania, do polerowania, polerowaniu, szlifowanie

λουστράρισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
festés, polírozás, polírozó, fényezés, polírozáshoz

λουστράρισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlatma, cilalama, polisaj, cila, polishing

λουστράρισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полірування

λουστράρισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lustrim, polishing, lustrim të, lustrim me, lëmim

λουστράρισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полиране, полиране на, полиращ, за полиране

λουστράρισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паліраванне

λουστράρισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värvikiht, lihvimine, poleerimine, poleerimise, poleerimiseks, poleerainega

λουστράρισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dotjerivanje, poliranje, za poliranje, poliranja, poliranjem

λουστράρισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fægja, slípun

λουστράρισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poliravimo, poliravimas, blizginimo, šlifavimas, poliravimui

λουστράρισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pulēšana, pulēšanas, slīpēšana, pulēšanā, pulēšanai

λουστράρισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полирање, за полирање, полирањето, полирање на, обработување

λουστράρισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
polizare, lustruire, lustruit, de lustruire, de lustruit

λουστράρισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alba, poliranje, poliranja, poliranju, brušenje, Loščenje

λουστράρισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
leštenie, leštenia, leštení, lešteniu, leštiace
Τυχαίες λέξεις