Sterować στα ελληνικά

Μετάφραση: sterować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, καθοδηγώ, έλεγχος, πιλότος, πράξη, πιλοτάρω, τράβηγμα, εξουσιάζω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Sterować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belemnit στα ελληνικά - προεξοχή βελεμνίτη
  • drugorzędny στα ελληνικά - υπεξούσιος, ελάσσων, δευτερεύων, υποβοηθητικός, ασήμαντος, τυχαίος, θυγατρική, ...
  • ekstremalnie στα ελληνικά - εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως, υπερβολικά
  • irytujący στα ελληνικά - ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητικά, ενοχλητική, ενοχλητικές
Τυχαίες λέξεις
Sterować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, καθοδηγώ, έλεγχος, πιλότος, πράξη, πιλοτάρω, τράβηγμα, εξουσιάζω, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της