Stojący στα ελληνικά
Μετάφραση: stojący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, αναστηλώνω, κύρος, ορθώνω, ανεγείρω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dyspensować στα ελληνικά - απονέμω, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, διανέμουν, μην
- egzekwowalny στα ελληνικά - εκτελεστή, εκτελεστές, εκτελεστό, εκτελεστός, εκτελεστά
- fanaberia στα ελληνικά - καπρίτσιο, τρέλα, φαντασιοπληξία, μανία, μανίας, μόδα, μόδας
- helikopter στα ελληνικά - πέλεκας, ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
Τυχαίες λέξεις
Stojący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, αναστηλώνω, κύρος, ορθώνω, ανεγείρω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Μεταφράσεις: όρθιος, αναστηλώνω, κύρος, ορθώνω, ανεγείρω, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης