Λέξη: κατάφορτος

Συνώνυμα: κατάφορτος

γεμάτος, φορτωμένος

Μεταφράσεις: κατάφορτος

κατάφορτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fraught

κατάφορτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tenso, lleno, llena, cargado, cargada

κατάφορτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
voll, voller, behaftet, birgt, beladen

κατάφορτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étoffé, rempli, plein, nourri, tendu, chargé, lourde, lourd, heurte

κατάφορτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pieno, gravido, carico, denso, irto

κατάφορτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cheio, carregado, repleta, repleto, preocupante

κατάφορτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vol, beladen, bezaaid

κατάφορτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полный, преисполненный, нагруженный, чреватый, чревато, чревата, чреват, чреваты

κατάφορτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nervøs, fylt, full av, anspent

κατάφορτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fylld, förenat, fyllda, fraught, fylld av

κατάφορτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täynnä, kireä, liittyy suuria, liittyy paljon, jännittynyt

κατάφορτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyldt, behæftet, ladet

κατάφορτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plný, plná, sebou nese, s sebou nese

κατάφορτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzemienny, pełny, obfitujący, obarczona, obciążone, obfituje

κατάφορτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszerelt, ellátott, megrakott, telve, teli, tele, terhes, tele van, rejt magában

κατάφορτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolu, doludur, gergin, yüklü, yüklüdür

κατάφορτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
череватий, повен, повний, чреватий, сповнений, загрожує, що загрожує, багате, який може призвести

κατάφορτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mbushur, mbushur, e mbushur, plot, mbushura

κατάφορτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпълнен, изпълнено, изпълнена, крие

κατάφορτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта

κατάφορτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täidetud, laetud, hädine, eostatud, täis, tulvil, pingeline

κατάφορτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispunjen, bremenit, pun, bremeniti, opterećena, praćeno

κατάφορτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir

κατάφορτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pilnas, sudėtingas, kupinas, kupina, iškraipo

κατάφορτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilns

κατάφορτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полн, оптоварен, напнати, исполнета, исполнет

κατάφορτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plină, plina, încărcată, plină de, pline

κατάφορτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preobremenjeno, polna, prežeta, Izpolnjen, preštevilnimi

κατάφορτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plný, úplný
Τυχαίες λέξεις