Stopniowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: stopniowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίμακας, κλίμακα, παραβολή, αποφοίτηση, βαθμολόγηση, κλιμάκωση, λέπι, σύγκριση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση
Stopniowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arsen στα ελληνικά - αρσενικό, αρσενικού, το αρσενικό, του αρσενικού, συγκεντρώσεων αρσενικού
  • dworek στα ελληνικά - αρχοντικό, Manor House, έπαυλη στην Ύπαιθρο, αρχοντικό του, το αρχοντικό
  • dywan στα ελληνικά - αθλητής, μαλλί, χαλί, μοκέτα, δρομέας, τάπητα, ταπήτων, ...
  • homoseksualista στα ελληνικά - αλλόκοτος, ομοφυλόφιλος, αδερφή, εύθυμος, αδελφή, τσιγάρο, φαιδρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Stopniowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίμακας, κλίμακα, παραβολή, αποφοίτηση, βαθμολόγηση, κλιμάκωση, λέπι, σύγκριση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση