Λέξη: παλαιός

Σχετικές λέξεις: παλαιός

παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός παντελεήμονας διαμονή, παλαιός σιδηροδρομικός σταθμός πελοποννήσου, παλαιός παντελεήμονας, παλαιός παντελεήμων, παλαιός παντελεήμονας καιρός

Συνώνυμα: παλαιός

παλιός, γέρικος, γεροντικός, χρόνιος, ηλικιωμένος, χρονολογημένος, αρχαίος, περασμένος, μανιώδης, βαθειά ριζωμένος, μακροχρόνιος

Μεταφράσεις: παλαιός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
old, inveterate, ancient, former, an old
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antiguo, añoso, anciano, añejo, viejo, edad, vieja, antigua
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorig, dich, vorhergehend, alt, betagt, alten, alte, alter, altes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ancien, âgé, usagé, vieux, précédent, vieille, ancienne, vieil
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antico, vecchio, anziano, vecchia, vecchi, antica
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bem, velho, anterior, bom, precedente, antecedente, antigo, velha, idade, antiga
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vroeger, vergevorderd, verleden, voorafgaand, voorgaand, bejaard, vorig, oud, oude, de oude
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подержанный, старик, старуха, драндулет, приятель, тачка, рецидивист, преклонный, бывалый, давний, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregående, gammel, gamle, gammelt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gammal, gamla, gammalt, gammala
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entisaikainen, vanhus, aikaisempi, iäkäs, edellinen, vanha, kulunut, edeltävä, vanhan, vanhoja, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gammel, gamle, gammelt, old, ældre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, stará, staré, starou, stařec
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stary, staruszka, sędziwy, starodrzew, nienowy, staromiejski, starotestamentowy, starówka, dawny, staroświecki, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vén, ó, öreg, régi, a régi, éves, idős
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eski, yaşlı, eski bir, nereden
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
давній, стародавній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjetër, lashtë, i vjetër, e vjetër, vjetra, të vjetër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стар, стара, старата, стария, стари
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, старый, старая
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vana, vanu, vanad, vanade, vanal
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
godine, starinski, starinskih, stare, starim, stari, star, stara, staro
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forn, gamall, gamla, gamall og, gömul, gamli
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vetustus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senas, senyvas, amžiaus, m, seną, moters
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sens, vecs, old, veco, vecā, vecais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стар, старите, стари, стариот, стара
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vechi, bătrân, veche, vechea, vechiul, vechi de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
star, stár, stará, old, stara, stari, staro
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stará, starý, old, staré

Στατιστικά δημοτικότητας: παλαιός

Τυχαίες λέξεις