Stręczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: stręczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμαυλίζω, μαστροπός, νταβατζής, νταβατζή, μαστροπό, τον μαστροπό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- człon στα ελληνικά - κρίκος, στέλεχος, κρατίδιο, διορία, τρίμηνο, μέλος, στοιχείο, ...
- dozorowanie στα ελληνικά - επίβλεψη, επιτήρηση, επιθεώρηση, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο
- enzymatyczny στα ελληνικά - ενζυματική, ενζυμική, ενζυματικές, ενζυματικής, ενζυματικών
- falset στα ελληνικά - ψευδές, falsetto, φαλσέτο, ψεύτικη, falsetto φωνή
Τυχαίες λέξεις
Stręczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμαυλίζω, μαστροπός, νταβατζής, νταβατζή, μαστροπό, τον μαστροπό
Μεταφράσεις: εκμαυλίζω, μαστροπός, νταβατζής, νταβατζή, μαστροπό, τον μαστροπό