Stręczyciel στα ελληνικά

Μετάφραση: stręczyciel, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμαυλίζω, μαστροπός, μαυλίζω, ρουφιανεύω, υποθάλπω, pander
Stręczyciel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archaizować στα ελληνικά - archaize
  • decyzja στα ελληνικά - κυρίαρχος, απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
  • dogląd στα ελληνικά - επιτήρηση, φροντίζω, επίβλεψη, φροντίδα, εποπτεία, επιστασία, απλή διαχείριση, ...
  • ekonometryczny στα ελληνικά - οικονομετρικές, οικονομετρική, οικονομετρικά, οικονομετρικών, οικονομετρικής
Τυχαίες λέξεις
Stręczyciel στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμαυλίζω, μαστροπός, μαυλίζω, ρουφιανεύω, υποθάλπω, pander