Μόνιμα στα αγγλικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
permanently, permanent, a permanent, fixed
Μόνιμα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: μόνιμα

regularly
  • τακτικά
  • μόνιμα
invariably
  • κατά κανόνα
  • μόνιμα
perennially
  • παντοτινά
  • διαρκώς
  • από έτους εις έτος
  • μόνιμα
permanently
  • μόνιμα

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας αγγλικά, μόνιμα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα αγγλικά - lead, lead is
  • μόλυνση στα αγγλικά - contamination, infection, pollution, infection of, contamination of
  • μόνιμος στα αγγλικά - permanent, resident, standing, regular, a permanent
  • μόνο στα αγγλικά - only, solely, just, single, alone
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: permanently, permanent, a permanent, fixed