Stwierdzać στα ελληνικά
Μετάφραση: stwierdzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρτυρώ, αποφασίζω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, κράτος, εγκρίνω, εύρημα, εξακριβώνω, επικυρώνω, εισάγω, πιστοποιώ, αιτία, διαπιστώνω, κρατίδιο, παραδέχομαι, βεβαιώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekskluzja στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμού είναι, αποκλεισμός είναι, αποκλεισμού αποτελεί, οριοθετείται από
- gapienie στα ελληνικά - κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
- gustowny στα ελληνικά - ακριβής, καλαίσθητος, καλόγουστη, καλαίσθητα, καλαίσθητο, καλόγουστα
- inkwizytorski στα ελληνικά - ανακριτικός, ανακριτικό, ανακριτικού, το ανακριτικό, ανακριτικού συστήματος
Τυχαίες λέξεις
Stwierdzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, αποφασίζω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, κράτος, εγκρίνω, εύρημα, εξακριβώνω, επικυρώνω, εισάγω, πιστοποιώ, αιτία, διαπιστώνω, κρατίδιο, παραδέχομαι, βεβαιώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, αποφασίζω, επιδοκιμάζω, διαβεβαιώνω, κράτος, εγκρίνω, εύρημα, εξακριβώνω, επικυρώνω, εισάγω, πιστοποιώ, αιτία, διαπιστώνω, κρατίδιο, παραδέχομαι, βεβαιώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί