Szanować στα ελληνικά
Μετάφραση: szanować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτιμώ, τιμή, σεβασμός, σέβομαι, εκτίμηση, υπολογίζω, αξία, υπόληψη, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czaszkowy στα ελληνικά - κρανιακός, κρανιακή, κρανιακών, κρανιακής, κρανιακές
- degradować στα ελληνικά - εκφαυλίζω, χαμηλώνω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβαθμίσει, ...
- enigmatycznie στα ελληνικά - αινιγματικά, αινιγματικό, αινιγματικά για, αινιγματικά για την, έχει τον αινιγματικό
- hulaka στα ελληνικά - γλεντζές, ταραξίας, σκίζω, τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, ...
Τυχαίες λέξεις
Szanować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτιμώ, τιμή, σεβασμός, σέβομαι, εκτίμηση, υπολογίζω, αξία, υπόληψη, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά
Μεταφράσεις: εκτιμώ, τιμή, σεβασμός, σέβομαι, εκτίμηση, υπολογίζω, αξία, υπόληψη, αφορά, σχέση, σεβασμό, όσον αφορά