Λέξη: θελκτικός

Σχετικές λέξεις: θελκτικός

θελκτικός συνώνυμα

Συνώνυμα: θελκτικός

δελεαστικός, ταιριαστός, γοητευτικός, τερπνός, πολύ ευχάριστος

Μεταφράσεις: θελκτικός

θελκτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seductive, fetching, delightful, alluring, charming

θελκτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seductivo, atractivo, ir a buscar, trayendo, acarrear, fetching

θελκτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verführerisch, Abrufen, Abholen, holen, holen von, Abrufen von

θελκτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attractif, attirant, appétissant, alléchant, séducteur, affriolant, attrayant, aguichant, aller chercher, la récupération, corvée, extraction, aller chercher de

θελκτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assassino, attraente, recupero, il recupero, andare a prendere, recupero di

θελκτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atraente, buscar, busca, buscando, ir buscar

θελκτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ophalen, het ophalen, halen, het ophalen van, ophalen van

θελκτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соблазнительный, обольстительный, выборка, извлечение, выборки, извлечения, выборке

θελκτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
henting, henter, henting av, hente, henter nå

θελκτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hämta, hämtning, att hämta, hämtar, hämtning av

θελκτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haluttava, hurmaava, hakemalla, noudettaessa, noutaa, hakeminen

θελκτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hentning, hente, at hente, henter, hentning af

θελκτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svůdný, vábný, lákavý, kouzelný, okouzlující, načítání, načtení, Při načítání

θελκτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabójczy, uwodzicielski, ponętny, ujmujący, apetyczny, pobierania, pobieranie, ściągam

θελκτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csábító, elragadó, lekérése, vonzó, beolvasása, letöltésére

θελκτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekici, alma, getiriliyor, getirilirken, alınırken

θελκτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокусливий, вибірка, добірка

θελκτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
joshës, ngarkuar, duke ngarkuar, ngarkuar të, tërheqës

θελκτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привлекателен, извличането, извличане, извличането на, извличане на

θελκτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выбарка, выборка

θελκτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrgutav, edev, tõmbamist, toomisel, tõmbamine, eblakas

θελκτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privlačan, dohvaćanja, dobavljanje, prilikom dohvaćanja, dohvaćanju

θελκτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sækja, aðlaðandi, að sækja, ná í, að ná í

θελκτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žavingas, Gaunant, laiškanešį, fetching

θελκτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievilcīgs, apburošs, fetching, Ienesot, ienesat

θελκτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преземање, преземање на, земањето, достигнува

θελκτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preluarea, la preluarea, preluarea de, aducere, preluare a

θελκτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pridobivam, pridobivanju, pridobivanjem, ljubek, Pri pridobivanju

θελκτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čarovný, kúzelný, kouzelný
Τυχαίες λέξεις