Szczotkować στα ελληνικά
Μετάφραση: szczotkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούρτσα, βουρτσίζω, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Μεταφράσεις
- argumentator στα ελληνικά - συζητητής, συζητητή
- dacza στα ελληνικά - θαλαμίσκος, καμπίνα, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
- gwarek στα ελληνικά - grackle, την grackle
- hipnotyczny στα ελληνικά - υπνωτικός, υπνωτική, υπνωτικό, υπνωτικές, υπνωτικής
Τυχαίες λέξεις
Szczotkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούρτσα, βουρτσίζω, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Μεταφράσεις: βούρτσα, βουρτσίζω, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου