Λέξη: μαρινάρω

Σχετικές λέξεις: μαρινάρω

μαρινάρω μπριζόλες, μαρινάρω κρέας, μαρινάρω κοτόπουλο, μαρινάρω μπριζόλα

Συνώνυμα: μαρινάρω

θέτω εις λαδοξύδον

Μεταφράσεις: μαρινάρω

μαρινάρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marinate

μαρινάρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marinar, adobar, macerar, deje marinar, marine

μαρινάρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marinieren, Marinade, marinieren von, marinieren Sie, marinate

μαρινάρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mariner, laisser mariner, faire mariner, macérer, mariner les

μαρινάρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marinare, macerare, marinate, a marinare, marinare per

μαρινάρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marinar, deixe marinar, marinate, marinada, a marinar

μαρινάρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marineren, marineer, marinade, marinate, te marineren

μαρινάρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мариновать, мариноваться, маринуйте, замариновать, маринуют

μαρινάρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marinere, mariner, mørne, marinate, marineres

μαρινάρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marinera, marinate, marinad, marineras, marinerar

μαρινάρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
marinoida, marinoitua, marinoi, marinoitumaan, anna marinoitua

μαρινάρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marinere, marinade, marinate, marineres, mariner

μαρινάρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
marinovat, marinujeme, odležet, marinujte, Marinované

μαρινάρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamarynować, marynować, marynacie, marynaty, marynowanie, marynowania

μαρινάρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pácolt, pácol, páclében, pácoljuk, a pácolt

μαρινάρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
salamuraya koymak, salamuraya, marine, marinate, kadar salamuraya

μαρινάρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маринувати, марнувати

μαρινάρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marinoj, të marinoj

μαρινάρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мариноват, мариновайте, маринова, мариновани, марината, се маринова

μαρινάρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марынаваць, марынаваныя

μαρινάρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
marineerima, marineerida, Marinoida, marinaadi, marineerimiseks

μαρινάρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marinirati, marinirajte, stajati, marinate

μαρινάρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
marinerast, marinate

μαρινάρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
marinuoti, Marinuokite, Marinuotos

μαρινάρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
marinēt, marinate, marinēties, marinējiet

μαρινάρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маринираат, marinate

μαρινάρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marinat, marinati, marineze, se marineze, marineaza

μαρινάρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marinira, marinirati, marinirajte, marinate

μαρινάρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
marinovať, Marinov
Τυχαίες λέξεις