Λέξη: κάπρος
Σχετικές λέξεις: κάπρος
κάπρος του ερύμανθου, κάπρος σεραφείμ, κάπρος του αυγεία, κάπρος εμπ, καλυδώνιος κάπρος, κάπρος παντελής, ηρακλήσ κάπροσ
Συνώνυμα: κάπρος
αγριόχοιρος, χοίρος
Μεταφράσεις: κάπρος
κάπρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boar, sire, wild boar, boar`
κάπρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verraco, jabalí, jabalíes, de jabalí, el jabalí
κάπρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eber, wildschwein, Wildschwein, Eber, Keiler, boar, Wildschweine
κάπρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verrat, sanglier, sangliers, le sanglier, de sanglier
κάπρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verro, cinghiale, cinghiali, di cinghiale, boar
κάπρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
javali, varrão, boar, javalis, varrasco
κάπρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mannetjesvarken, zwijnen, zwijn, beer, everzwijn
κάπρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вепрь, боров, хряк, кабан, кабана, кабаны, кабанов
κάπρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galte, villsvin, Boar, råne, Vills
κάπρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vildsvin, galt, galten, boar
κάπρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
villisika, karju, karhu, villisian
κάπρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orne, og sender, sender
κάπρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divočák, kanec, prase, kance, boar, kančí
κάπρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odyniec, dzik, knur, wieprz, boar, dzika, dziki
κάπρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kan, vaddisznó, vadkan, boar, a kan, vadkant
κάπρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
domuz, Boar, domuzu, yaban domuzu, Bayağı yaban domuzu
κάπρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кабан, вепр, кнур
κάπρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
derr, derri, derri i, derri i egër, derr të
κάπρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боров, глиган, нерез, свиня, свине, глигани
κάπρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кабан, дзік, япрук
κάπρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kult, metskult, metssiga, metssea, kuldi, metssead
κάπρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svinja, vepar, svinje, divlja svinja, svinju
κάπρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Gullinbursti, Boar, þat göltr
κάπρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šernas, šernų, boar, kuilio, šerno
κάπρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vepris, kuilis, mežacūka, mežacūku, mežacūkas, kuiļu
κάπρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
свиња, свињи, вепар, диви свињи, нерез
κάπρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
porc, vier, mistreț, mistrețul, mistret
κάπρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kanec, merjasec, prašič, boar, merjasca, merjascev
κάπρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kanec, kance, diviak, sa kance
Τυχαίες λέξεις