Sznurowadło στα ελληνικά

Μετάφραση: sznurowadło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορδή, κορδόνι, κορδόνια, κορδόνι υποδημάτων
Sznurowadło στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antystrofa στα ελληνικά - αντιστροφή
  • baniasty στα ελληνικά - βολβώδης, βολβώδους, βολβώδη, βολβοειδές, βολβοειδή
  • bądź στα ελληνικά - ή, και, ή να, είτε, ή την
  • dozwolić στα ελληνικά - άδεια, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Τυχαίες λέξεις
Sznurowadło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορδή, κορδόνι, κορδόνια, κορδόνι υποδημάτων