Λέξη: γδέρνομαι
Μεταφράσεις: γδέρνομαι
γδέρνομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graze, scuff, excoriate, skin, flay, fleecer
γδέρνομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pacer, apacentar, pastar, apacentarse, arrastrar, desgaste, del desgaste, raspar, roce
γδέρνομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schürfwunde, weiden, grasen, schlurfen, Scheuer, Verschleiß, Abrieb, scuff
γδέρνομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pâturer, égratignure, paître, éraflure, érafler, égratigner, griffure, brouter, écorcher, pacager, écorchure, éraflures, usure, aux éraflures, scuff
γδέρνομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
graffio, pascolare, pascere, strascicare, scuff, dello scuff, sfregamento, all'abrasione
γδέρνομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paste, encanecer, pardo, cinzento, pastar, raspar, roçar, scuff, aerodinâmicas, chinelo
γδέρνομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grazen, weiden, geschuifel, schaven, scuff, overneus, schaaf
γδέρνομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
царапина, ссадина, касание, задевание, протереться, истереть, потертости, истиранию, задира
γδέρνομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjete, beite, scuff, skrapemerker, slite, skrape, slitasje ikke
γδέρνομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beta, scuff, tröskel, slit, nötnings, instegsskydd
γδέρνομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maistella, raaputtaa, laiduntaa, naarmu, kärkiosassa kulumissuoja, scuff, kuluttaa, kynnyslevyt
γδέρνομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spark, scuff, slid, skrabedelen, ridsende
γδέρνομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oděrka, odřenina, škrábnout, poškrábat, pást, škrábnutí, okopat, oděru, oděr, šoupat, ošoupat
γδέρνομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zadraśnięcie, zdzierać, musnąć, scuff, ścieranie, zacieraniem
γδέρνομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
papucs, küszöbborítások, küszöbdíszlécek, fényesítő, küszöblécek
γδέρνομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otlamak, ayaklarını sürüyerek yürümek, scuff, kepeklenmeye, matlaştırma
γδέρνομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подряпина, пасти, зідрати, протертися
γδέρνομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zvarritje, gërryej, heq këmbët zvarrë
γδέρνομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чехъл, тътрене, надраскване на, протриване на, побутвам с крак
γδέρνομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працерці, протереть
γδέρνομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriimustus, kriimustama, lohistama, kriipiv, Tarbib, ehisliistud, Möödunud lõik
γδέρνομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napasti, pasti, natikača, iznositi, vući noge, izbubetati, papuča
γδέρνομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beita, scuff
γδέρνομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusitrinti, nusidėvėti, Ieškoti kojos, Musnąć, brūkšėti kojomis
γδέρνομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šļūkt, izdilt
γδέρνομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
протривам
γδέρνομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jupui, uzura, scuff, uzură, la uzură, mătuite
γδέρνομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pást, Tir, Izbubetati, drgnjenju, scuff
γδέρνομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pást, pásť, okopať
Τυχαίες λέξεις