Λέξη: λιμασμένος
Συνώνυμα: λιμασμένος
αρπακτικός, πειναλέος
Μεταφράσεις: λιμασμένος
λιμασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ravenous, ravening, starveling
λιμασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voraz, rapaz, ravening, rapante, rapiña
λιμασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefräßig, ravening, reißenden, reißender, reißende, gefräßige
λιμασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avide, vorace, goulu, glouton, rapace, déchire, rapine, qui déchire, ravisseur
λιμασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vorace, ravening, sbrana, rapace, rapina, che sbrana
λιμασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ravening, voraz, rapina, devoradora, devorador
λιμασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verscheurende, ravening, roofzuchtige, roof, vraatzuchtige
λιμασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хищный, изголодавшийся, жадный, прожорливый, грабительский, хищения, алчущий добычи, исполнена хищения
λιμασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rov
λιμασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rofferi
λιμασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahnas, saaliinhimoinen, raatelevat, ryöstöä
λιμασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glubsk
λιμασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hltavý, žravý, dravý, loupeže
λιμασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drapieżny, zachłanny, wilczy, zachłannie, drapiestwa
λιμασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ragadozó, falánk
λιμασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Açgözlülüğüm, kudurmuş
λιμασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожирати, накидатися, ворон, розкрадання, викрадення, крадіжки
λιμασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grabitqar, grabitqar që, grabitje
λιμασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грабеж, граби, опустошителния, прегладнял, който граби
λιμασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крадзяжу, крадзяжы, выкраданьня, рабунку, крадзёж
λιμασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ablas, ahnitsemine
λιμασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gladan, vuci, proždrljivih, razdiru
λιμασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ravening
λιμασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plėšrus
λιμασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plēsīgi
λιμασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ravening
λιμασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfîșie, care sfîșie, sfâșie, care sfâșie
λιμασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grabežljivi, ravening
λιμασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pažravý, hladový, lúpeže, lúpež, krádeže, korisť, koristi
Τυχαίες λέξεις