Szokować στα ελληνικά

Μετάφραση: szokować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρούση, σοκ, κραδασμός, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Szokować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzana στα ελληνικά - μπαρμπούνι, barbel, μπράνα, βάρβο, μπράνας
  • bufon στα ελληνικά - παλιάτσος, γελωτοποιός, buffoon, καραγκιόζη, μπούφοι
  • dziurka στα ελληνικά - τρύπα, κλειδαρότρυπα, αιμοκυανίνη, κλειδαρότρυπας, keyhole, η αιμοκυανίνη
  • halka στα ελληνικά - μεσοφόρι, παραδρομή, ολίσθημα, γλιστρώ, γλίστρημα, μεσοφούστανο, μεσοφόρια
Τυχαίες λέξεις
Szokować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρούση, σοκ, κραδασμός, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock