Sztywny στα ελληνικά
Μετάφραση: sztywny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτεγκτος, αδιάλλακτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, σκέτος, γυμνός, άκαμπτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anachronizm στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
- bojaźliwość στα ελληνικά - δειλία, ατολμία, συστολή, τη δειλία, ατολμίας
- buszować στα ελληνικά - χτενίζω, τρίβω, λεηλατώ, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, ...
- eksponować στα ελληνικά - οθόνη, εκθέτω, παρουσιάζω, έκθεμα, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, ...
Τυχαίες λέξεις
Sztywny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτεγκτος, αδιάλλακτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, σκέτος, γυμνός, άκαμπτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Μεταφράσεις: άτεγκτος, αδιάλλακτος, αλύγιστος, ισχυρός, αυστηρός, σκέτος, γυμνός, άκαμπτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου