Λέξη: ανωριμότητα
Σχετικές λέξεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα λόγου, ανωριμότητα εγκεφάλου, ανωριμότητα ορισμός, ανωριμότητα παιδιού, ψυχοκινητική ανωριμότητα, αναπτυξιακή ανωριμότητα, συναισθηματική ανωριμότητα, ανωριμότητα στιχάκια, ανωριμότητα ουσιαστικό, νοητική ανωριμότητα
Μεταφράσεις: ανωριμότητα
ανωριμότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immaturity, immature, immaturity of
ανωριμότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmadurez, la inmadurez, falta de madurez, madurez
ανωριμότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unreife, Unreife, Unmündigkeit, die Unreife
ανωριμότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impuberté, immaturité, l'immaturité, manque de maturité, une immaturité
ανωριμότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immaturità, l'immaturità, dell'immaturità, all'immaturità, di immaturità
ανωριμότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imaturidade, a imaturidade, de imaturidade
ανωριμότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onrijpheid, onvolwassenheid, onvolgroeidheid, immaturiteit, onmondigheid
ανωριμότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незрелость, незрелости, незрелостью, неразвитость
ανωριμότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umodenhet, immaturity, umoden, umodne
ανωριμότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omogenhet, omognad, omogna, outvecklad, omogen
ανωριμότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypsymättömyyttä, kypsymättömyys, kypsymättömyydestä, kypsymättömyytensä, kypsymättömyyden
ανωριμότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
umodenhed, fuldt udviklede, umoden, er fuldt udviklede
ανωριμότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nevyspělost, nezralost, nedospělost, nezralosti, nevyzrálost, k nezralosti
ανωριμότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedojrzałość, niedorozwój, niedojrzałości, niedojrzały, niedojrzałością, brak dojrzałości
ανωριμότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éretlenség, fejletlenség, éretlensége, érettségének hiányára, éretlensége szerepel, éretlenséget
ανωριμότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hamlık, gelişmemişlik, immaturity, olgunlaşmamışlığı, immatüritesi
ανωριμότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незрілість
ανωριμότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
papjekuri, papjekuria, papjekurinë, pazhvilluar, papjekuria e
ανωριμότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
незрелост, недоразвитост, незрялост, недоразвитие, незрялостта
ανωριμότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няспеласць
ανωριμότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaküpsus, ebaküpsuse, ebaküpsust, ebaküpsusest, ebaküpsusega
ανωριμότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nezrelost, nezrelosti
ανωριμότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vanþroska, vanþroski
ανωριμότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesubrendimas, nebrandumą, nesubrendimą, nebrandumas, nesubrendimo
ανωριμότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brieduma trūkums, brieduma, nenobriedums, nobriedis, sistēmas nenobriedums
ανωριμότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
незрелост, незрелоста, незрел, незрелост на, недозреаноста
ανωριμότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imaturitate, imaturității, imaturitatea, maturitate, imaturitatii
ανωριμότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedospelost, nezrelost, nezrelosti
ανωριμότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedospelosť, nezrelosť, nezrelosti, insuficiencia, nezrelosťou, pre nezrelosť
Τυχαίες λέξεις