Tłuścić στα ελληνικά
Μετάφραση: tłuścić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίπος, χόνδρος, χοντρός, λιπαντικό, γράσο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aloes στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
- balistyczny στα ελληνικά - βλήμα, βαλλιστικός, βαλλιστικών, βαλλιστική, βαλλιστικό, βαλλιστικούς
- cierpkość στα ελληνικά - οξύτητα, πικρία, δριμύτητα, στυφότητα, tartness, δριμύτητας, το tartness
- ewidentnie στα ελληνικά - προφανώς, καθαρά, φανερά, ξεκάθαρα, σαφώς, σαφήνεια, με σαφήνεια
Τυχαίες λέξεις
Tłuścić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίπος, χόνδρος, χοντρός, λιπαντικό, γράσο
Μεταφράσεις: λίπος, χόνδρος, χοντρός, λιπαντικό, γράσο