Λέξη: αιλουροειδής

Συνώνυμα: αιλουροειδής

γατοειδής

Μεταφράσεις: αιλουροειδής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feline
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
felino, felina, felinos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
katzenartig, Katzen-, feline
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
félin, féline, félins, chat, feline
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
felino, felina, gatto, feline, felini
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
felino, feline, felina, felinos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katachtig, katachtige, katten, feline, kat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кошачий, кошачьих, кошачьи, кошачьего, кошачьей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feline, felint, katten, felin, katt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
feline, felint, kattdjur, katt, felin
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kisu, mirri, kissaeläin, kissan, feline, kissojen, kissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
feline, felin, katte, kat, felint
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kočkovitý, kočkovité, kočičí, koček, kočičího
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koci, kot, kotów, kociego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
macskaféle, macska, macskák, a macska, feline
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kedi, kedigiller, feline, kedigil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
котячий, котяче, кошачий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i familjes së maces, familjes së maces, familjes së maces i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
котешки, котешка, котките, котешката, на котешка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каціны, кацінае, кашэчы, кацінага
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kassilik, kaslane, kasside, kassi, kaslaste, feline
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zloban, mačji, podmukao, mačje, lukav, mačjeg, feline
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
katta, læða, kattarlegur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kačių, Feline, kaciu, katėms Kačių, kačių šeimos žinduolis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaķa, kaķu, feline, kaėu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мачки, пробивен, лукав, мачката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
felin, feline, felină, felina, felinelor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kočičí, mačji, feline, mačje, mačja, kalicivirozi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mačkovité, mačkovitá, mačkovitú, mačkovitou
Τυχαίες λέξεις