Taksować στα ελληνικά
Μετάφραση: taksować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτιμώ, εκτιμώ, ειδοποιώ, να ενημερώνει, πληροφορούν, ειδοποιήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambasador στα ελληνικά - πρέσβης, πρεσβευτής, πρεσβευτή, πρέσβη, πρεσβευτής της
- aportować στα ελληνικά - ανακτώ, επαναφέρω, σώζω, ανάκτηση, ανακτήσετε, ανακτήσει, την ανάκτηση, ...
- bzikowaty στα ελληνικά - τρελούτσικος, τρελός, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
- fumigant στα ελληνικά - καπνογόνο, απολυμαντικό, απολυμαντικού, υποκαπνιστικό, υποκαπνιστικού
Τυχαίες λέξεις
Taksować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτιμώ, εκτιμώ, ειδοποιώ, να ενημερώνει, πληροφορούν, ειδοποιήσουν
Μεταφράσεις: αποτιμώ, εκτιμώ, ειδοποιώ, να ενημερώνει, πληροφορούν, ειδοποιήσουν