Λέξη: αναπνέω
Σχετικές λέξεις: αναπνέω
αναπνέω αναπνέεις, αναπνέω tattoo, αναπνέω στα γαλλικα, δεν αναπνέω, αναπνέω δύσκολα
Μεταφράσεις: αναπνέω
αναπνέω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breathe, respire, breathing, I breathe, to breathe
αναπνέω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espirar, respirar, respire, respira, respiración, de respirar
αναπνέω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atmen, einatmen, zu atmen, atme
αναπνέω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
respiration, respirons, respirer, aspirer, respirez, souffler, respirent, respirer les, respire, de respirer
αναπνέω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiatare, respirare, respira, a respirare, respirare i, respiro
αναπνέω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
respire, respirar, respira, respiramos, respiram
αναπνέω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fluisteren, ademhalen, ademen, blazen, inademen, adem, te ademen
αναπνέω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоухать, дышать, жить, говорить, дуть, подышать, проронить, вдохнуть, существовать, веять, вздохнуть, дышат, вдыхать, дышим
αναπνέω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
puste, puster, innånding, innånding av, pust
αναπνέω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andas, inandning, inandning av, blåsa, andas in
αναπνέω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhaltaa, huokua, levähtää, hengittää, henkiä, hengittämistä, hengitä, hengittämään, hengitämme
αναπνέω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ånde, indånder, trække vejret, indånding, indånding af
αναπνέω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadechnout, oddechnout, vanout, vydechovat, dýchat, vydechnout, dýchání, dýchají, dýchá
αναπνέω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chuchać, wdychać, dychać, oddychać, tchnąć, oddychania, oddychanie
αναπνέω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lélegzik, lélegezni, szabad belélegezni, belélegezni, lélegezzen
αναπνέω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nefes almak, nefes, solumayın, nefes al, teneffüs
αναπνέω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дихати, зітхнути, дихніть, балакати, казати, дути
αναπνέω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marr frymë, frymë, marrë frymë, të marrë frymë, të marr frymë
αναπνέω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дишам, диша, дишаме, дишат, вдишва
αναπνέω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыхаць
αναπνέω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hingama, hingata, hingame, sisse hingata, hingavad
αναπνέω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udahnuti, disati, udisati, pirkati, udahnite, disanje, diše
αναπνέω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
anda, andað, andar, að anda, blása
αναπνέω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
anhelo
αναπνέω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kvėpuoti, įkvėpti, kvėpuojame, kvėpuoja, kvėpuokite
αναπνέω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elpot, elpo, ieelpošanas, elpojam, ieelpot
αναπνέω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дишат, дишеме, дишам, дишете, дише
αναπνέω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
respira, respire, respir, respiri, respirați
αναπνέω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dihati, diha, dihamo, dihajo, vdihavati
αναπνέω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dýchať
Τυχαίες λέξεις