Tamować στα ελληνικά
Μετάφραση: tamować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φράγμα, στείρα, φραγμός, παρακωλύω, στέλεχος, μίσχος, κωλυσιεργώ, στηρίγματα, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomizacja στα ελληνικά - διάσπαση σε άτομα, διάσπασης σε άτομα, εξαεριώσεως, ατομοποίησης, εξαερίωση
- bursztyn στα ελληνικά - κεχριμπάρι, πορτοκαλί, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
- demaskować στα ελληνικά - ξεσκεπάζω, εκθέτω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, unmask, ξεσκεπάσουν, ξεσκεπάσουμε, ...
- garb στα ελληνικά - καμπούρα, κύρτωμα, εξογκώματος, εξόγκωμα, αυχένας, περιοχή εξογκώματος
Τυχαίες λέξεις
Tamować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φράγμα, στείρα, φραγμός, παρακωλύω, στέλεχος, μίσχος, κωλυσιεργώ, στηρίγματα, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
Μεταφράσεις: φράγμα, στείρα, φραγμός, παρακωλύω, στέλεχος, μίσχος, κωλυσιεργώ, στηρίγματα, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων