Λέξη: ελιά

Σχετικές λέξεις: ελιά

ελιά πασοκ, ελιά κόμμα, ελιά δημοκρατική παράταξη, ελιά δέντρο, ελιά λεμόνι μπότσαρη, ελιά λεμόνι, ελιά και λεμόνι, ελιά λεμόνι βαλαωρίτου, ελιά υποψήφιοι, ελιά ευρωψηφοδέλτιο, η ελιά, ελια

Συνώνυμα: ελιά

ελαιά, ελαιόχρους

Μεταφράσεις: ελιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
olive, olive tree, olives, olive trees
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aceitunado, olivo, aceituna, aceituno, oliva, de oliva, de olivo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
olive, olivgrün, oliv, Oliven, Oliven-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
olive, olivier, d'olive, olives
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
olivastro, oliva, d'oliva, di oliva, olive, olivo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
azeitona, oliva, de oliva, oliveira
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
olijf, olijf-, olijfolie, olijfgroen, olijven
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
олива, маслина, оливка, оливковый, оливковое, оливкового, оливковым, оливково
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oliven, olivenolje, olive, oliventre
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oliv, olivolja, olive, oliver
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oliivi, oliivien, oliivin, olive, oliivinvihreä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oliven, oliventræ, olive, olivenolie, oliven-, olivenpresserester
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
olivovník, oliva, olivový, olivového, olivovým, olivové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oliwa, oliwka, oliwkowy, oliwny, oliwek, z oliwek
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olajbogyó, olíva, olajfa, oliva
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zeytin, Olive, zeytinyağı, The Olive
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маслина, оливковий, маслиновий, оливково
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ulliri, ullirit, të ullirit, i ullirit, e ullirit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маслина, маслиново, маслиновото, зехтин, маслинено
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аліўкавы, аліўкавае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oliiv, õlipuu, oliiviõli, oliivi, oliivi-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maslinov, maslinast, maslinovo, maslina, maslinovog, masline, maslinova
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ólífuolía, Olive, ólífu, olíuviði, olíuviðarblað í
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alyvos, alyvmedis, alyvuogių, alyvų, alyvmedžių, olive
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
olīva, olīvu, olīveļļa, olīveļļas, olive
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маслинката, маслиновото, маслинови, маслиново, маслинки, маслинесто
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măslin, măsline, de măsline, masline, de masline
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oliva, olive, olivno, oljčno, oljk, olivnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oliva, olivový, olivového

Στατιστικά δημοτικότητας: ελιά

Τυχαίες λέξεις