Tankować στα ελληνικά

Μετάφραση: tankować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, καύσιμα, καύσιμο, εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Tankować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biomedycyna στα ελληνικά - Βιοϊατρική, τη Βιοϊατρική, Βιοϊατρική που, τη Βιολογική Ιατρική, τη Βιοϊατρική που
  • dacza στα ελληνικά - θαλαμίσκος, καμπίνα, εξοχικό σπίτι, παραδοσιακή κατοικία, εξοχικό, cottage, κατοικία
  • diastrofizm στα ελληνικά - διαστροφισμό, διαστροφισμού, διαστροφισμός, διαστροφισμικής, ανίχνευση διαστροφισμού
  • horda στα ελληνικά - ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
Τυχαίες λέξεις
Tankować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, καύσιμα, καύσιμο, εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού