Trelować στα ελληνικά
Μετάφραση: trelować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίλια, τερετίζω, τρεμούλιασμα, λαρυγγισμός, στάζω, trill
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anonsować στα ελληνικά - διαφημίζω, ανακοινώνω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
- brązowawy στα ελληνικά - καφετί, καφετιά, καφέ, καστανωπό, καστανό
- cyrkulacja στα ελληνικά - κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
- gęstość στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
Τυχαίες λέξεις
Trelować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίλια, τερετίζω, τρεμούλιασμα, λαρυγγισμός, στάζω, trill
Μεταφράσεις: τρίλια, τερετίζω, τρεμούλιασμα, λαρυγγισμός, στάζω, trill