Λέξη: επιρρηματικός

Σχετικές λέξεις: επιρρηματικός

επιρρηματικός προσδιορισμός, επιρρηματικός αγώνας

Μεταφράσεις: επιρρηματικός

επιρρηματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adverbial

επιρρηματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbiales, circunstancial, adverbio, locución adverbial

επιρρηματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbialer, adverbiale, adverbielle, Adverbialbestimmung

επιρρηματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbiale, adverbe, adverbiales, circonstanciel

επιρρηματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avverbiale, adverbial, avverbiali, avverbio, avverbi

επιρρηματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adverbial, advérbio, adverbiais, adverbial de

επιρρηματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijwoordelijk, bijwoordelijke, adverbiale, adverbial, bijwoordelijke bepaling

επιρρηματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наречный, обстоятельственный, адвербиальный, наречное, адвербиальные

επιρρηματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbialt

επιρρηματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbiella

επιρρηματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
adverbi-, adverbiaali, seikkamäärite, adverbiaalinen, adverbial

επιρρηματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbiel, adverbielt, adverbialer, adverbielle

επιρρηματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
adverbiální, příslovečný, příslovečným, příslovečné, příslovečné určení

επιρρηματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przysłówkowy, okolicznik, przysłówkowa, okolicznikowe

επιρρηματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határozói, határozói bővítmény, határozós, helyhatározói, a határozói

επιρρηματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zarf, adverbial, Sıfat, zarf tümleci, zarf niteliğinde

επιρρηματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прислівниковий, адвербіальние, адвербіальним, адвербіальний, адвербіальні, адвербіального

επιρρηματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndajfoljor

επιρρηματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
начерняй, обстоятелствен, наречия, пояснение, обстоятелствена дума

επιρρηματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвербиальный

επιρρηματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
adverbiaalne, määrus, adverbiaal, adverbiaalfraas, adverbiaalkäändes, määrsõna

επιρρηματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priloški

επιρρηματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
adverbial

επιρρηματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieveiksminis, Adverbiāls, Prieveiksmis

επιρρηματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstākļa, adverbiāls

επιρρηματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прилошка, прилошките

επιρρηματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adverbial, adverbială, circumstanțiale

επιρρηματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
adverbial, Priloški

επιρρηματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príslovečný, povestný, príslovečnú
Τυχαίες λέξεις