Trzeszczeć στα ελληνικά
Μετάφραση: trzeszczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, κροτάλισμα, ραγίζω, τρίξιμο, ρωγμή, ράγισμα, τριζοβολώ, τρίζω, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agregować στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- czołganie στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρσιμο, σύρομαι, σέρνεται, crawling, ανίχνευση, την ανίχνευση, ...
- ekstremista στα ελληνικά - εξτρεμιστής, φανατικός, εξτρεμιστικές, εξτρεμιστικών, εξτρεμιστικά, εξτρεμιστική
- gołąbek στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
Τυχαίες λέξεις
Trzeszczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, κροτάλισμα, ραγίζω, τρίξιμο, ρωγμή, ράγισμα, τριζοβολώ, τρίζω, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού
Μεταφράσεις: σπάζω, κροτάλισμα, ραγίζω, τρίξιμο, ρωγμή, ράγισμα, τριζοβολώ, τρίζω, crackle, τριγμός, τριζοβόλημα, τριγμού