Trzymać στα ελληνικά

Μετάφραση: trzymać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, πασπατεύω, σημαδούρα, πιάνομαι, εξακολουθώ, λαβή, κράτημα, σχίζω, πιάνω, κρατώ, αμπάρι, κατακρατώ, μένω, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Trzymać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agentura στα ελληνικά - πρακτορείο, υπηρεσία, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • częściowo στα ελληνικά - μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική
  • docinek στα ελληνικά - πυροβόλησα, πυροβολώ, λοιδορία, πυροβολισμός, σκάγια, λοιδορώ, σκώμμα, ...
  • hornblenda στα ελληνικά - κεροστίλβη, απατίτης, κεροστιλβικό
Τυχαίες λέξεις
Trzymać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, πασπατεύω, σημαδούρα, πιάνομαι, εξακολουθώ, λαβή, κράτημα, σχίζω, πιάνω, κρατώ, αμπάρι, κατακρατώ, μένω, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει