Uściślenie στα ελληνικά
Μετάφραση: uściślenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- buszować στα ελληνικά - χτενίζω, τρίβω, λεηλατώ, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, ...
- chciwy στα ελληνικά - λαίμαργος, άπληστος, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, ενθουσιώδης, άπληστοι, άπληστους, ...
- coroczny στα ελληνικά - επέτειος, ετήσια, ετήσιος, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
- harmonista στα ελληνικά - ακορντεονίστα, ακορντεονίστας, τον ακορντεονίστα, ακκορντεονίστα, ακκορντεονίστας
Τυχαίες λέξεις
Uściślenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
Μεταφράσεις: βελτίωση, διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης