Λέξη: διάρκεια
Σχετικές λέξεις: διάρκεια
διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης 2014, διάρκεια θηλασμού, διάρκεια μίσθωσης κατοικίας, διάρκεια σχολικού έτους 2014, διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης, διάρκεια στρατιωτικής θητείας, διάρκεια σχολικού έτους, διάρκεια εγκυμοσύνης, διάρκεια εμπορικής μίσθωσης, διάρκεια περιόδου
Συνώνυμα: διάρκεια
μήκος, περίοδος, στάση, θέση, ορθοστασία, συνέχιση, συνέχεια, εξακολούθηση, παράταση
Μεταφράσεις: διάρκεια
διάρκεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duration, period, length, during, course
διάρκεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duración, la duración, duración de, duración del, tiempo
διάρκεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Dauer, Laufzeit, Lauf, Reisedauer
διάρκεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
durée, la durée, durée de, une durée
διάρκεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
durata, la durata, durata di, tempo, durata del
διάρκεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
duração, tempo, período, a duração, duração do
διάρκεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur
διάρκεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжительность, длительность, продолжительности, длительности, срок
διάρκεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
varighet, varigheten, lenge, durasjon
διάρκεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
varaktighet, längd, varaktigheten, löptid, länge
διάρκεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, pituus, kestoaika, kesto, kestäminen, keston, kestoa, kestosta, ajaksi
διάρκεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
varighed, varigheden, løbetid, periode
διάρκεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trvání, doba, stálost, délka, doba trvání, dobu trvání
διάρκεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obowiązywanie, czasokres, trwałość, trwanie, czas trwania, czas, trwania, okres
διάρκεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
időtartam, időtartama, időtartamát, időtartamára, időtartamának
διάρκεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süre, süresi, süresinin, Duration, süreleri
διάρκεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тривалість
διάρκεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kohëzgjatje, kohëzgjatja, kohëzgjatjen, kohëzgjatja e, duration
διάρκεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продължителност, продължителността, срок, времетраене, продължителност на
διάρκεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працягласць, працягласьць
διάρκεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kestvus, vältus, kestus, kestuse, kestust, kestusega, ajaks
διάρκεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trajanje, trajanja, trajanju, vrijeme trajanja, traje
διάρκεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lengd, tímalengd, meðan, gildistími, lengi
διάρκεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trukmė, trukmę, trukmės, trukm, trunka
διάρκεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilgums, ilgumu, laiks, termiņš, darbības ilgums
διάρκεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
времетраењето, траењето, времетраење, траење, време
διάρκεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
durată, durata, duratei, durata de, o durată
διάρκεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
travni, trajanje, trajanja, traja, čas, trajanju
διάρκεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trvania, trvanie, trvaní, platnosti
Στατιστικά δημοτικότητας: διάρκεια
Τυχαίες λέξεις