Λέξη: ευφροσύνη
Σχετικές λέξεις: ευφροσύνη
ευφροσύνη παυλακούδη, ευφροσύνη μήτσιου, ευφροσύνη φωτεινάκη, ευφροσύνη μπουλούτα, ευφροσύνη βαμβακά, ευφροσύνη παπακωνσταντίνου, ευφροσύνη σιμοπούλου, ευφροσύνη δοξιάδη, ευφροσύνη σπανέα, ευφροσύνη ετυμολογία
Μεταφράσεις: ευφροσύνη
ευφροσύνη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exhilaration, delight, gleefulness, Efrosini, joy, Euphrosyne
ευφροσύνη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encantar, deleite, deleitar, encanto, delicia, gleefulness
ευφροσύνη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bezaubern, entzückung, lust, faszinieren, heiterkeit, entzücken, vergnügen, erheiterung, frohsinn, erfreuen, gleefulness
ευφροσύνη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allégresse, enchanter, enthousiasmer, délecter, plaisir, régal, délectation, ravir, volupté, joie, réjouir, charmer, gaieté, délice, réjouissance, délices, gleefulness
ευφροσύνη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gioia, incantare, delizia, diletto, gleefulness
ευφροσύνη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prazer, delicioso, deleitar, gleefulness
ευφροσύνη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrukken, gleefulness
ευφροσύνη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удовольствие, нега, наслаждение, захватывать, восхищать, захваты, восторгать, услада, сладость, восхитить, восхищение, восторг, увлекать, услаждать, отрада, захват, gleefulness
ευφροσύνη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glede, gleefulness
ευφροσύνη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glädje, fröjd, gleefulness
ευφροσύνη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilahduttaa, riemastuttaa, riemu, viihdyttää, iloita, mielihyvä, ilo, gleefulness
ευφροσύνη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fryde, fryd, gleefulness
ευφροσύνη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veselí, těšit, radost, očarovat, rozkoš, požitek, potěšení, slast, veselost, potěšit, oblažit, uchvátit, okouzlit, gleefulness
ευφροσύνη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
euforia, admiracja, rausz, uciecha, podekscytowanie, zachwyt, radować, lubość, zachwycać, rozkoszować, lubować, rozkosz, radość, rozweselenie, cieszyć, gleefulness
ευφροσύνη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
életöröm, felvidítás, öröm, lelkesültség, gleefulness
ευφροσύνη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevinç, haz, neşesinin, neşesinin bir
ευφροσύνη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захоплення, чи-то, мито, оте, задоволення, ось-то, якось-то, захоплювати, насолода, коли-то, gleefulness
ευφροσύνη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възторг, дон
ευφροσύνη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nauding, rõõmustama, elevus, gleefulness
ευφροσύνη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očarati, uživanje, naslada, veselje, raspoloženje, uživati
ευφροσύνη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gaudium, delecto
ευφροσύνη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gleefulness
ευφροσύνη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răpi, plăcere, gleefulness
ευφροσύνη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veselost, gleefulness
ευφροσύνη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkoš, rozveselení, gleefulness
Στατιστικά δημοτικότητας: ευφροσύνη
Τυχαίες λέξεις